-
1 πλαδαρός
A moist, damp,ἱδρῶτι πλαδαρὴ κόμη AP9.653
(Agath.);καρήατα A.R.3.1398
; πλαδαραὶ σάρκες flabby, flaccid, Hp.Int.40, etc.;οὖλα Dsc.5.5
; διαχωρήματα -ώτερα loose, watery, Hp.Acut.52; ὕλη Sch. Iamb.Comm.Math.4; weak,δόρυ Plb.Fr.69
(nisi leg. κλαδ-); of taste, insipid, opp. στρυφνός, Hp.VM14,15, cf. Aristid.Quint.2.15 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαδαρός
См. также в других словарях:
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek